- ιματισμός
- ο1) одежда, платье; гардероб; 2) обмундирование;
εφοδιάζω με ιματισμό — снабжать обмундированием, обмундировывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφοδιάζω με ιματισμό — снабжать обмундированием, обмундировывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἱματισμός — clothing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιματισμός — ο (ΑΜ ἱματισμός) [ιματίζω] καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός νεοελλ. στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο … Dictionary of Greek
ιματισμός — ο σύνολο ενδυμάτων, γενικά τα ρούχα: Πουλιούνται είδη γυναικείου ιματισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱματισμοῖς — ἱματισμός clothing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμοί — ἱματισμός clothing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμοῦ — ἱματισμός clothing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμούς — ἱματισμός clothing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμῶν — ἱματισμός clothing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμῷ — ἱματισμός clothing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱματισμόν — ἱματισμός clothing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MARITUS — apud Hebraeos, uxori, sive virgo tempore sponsaliorum esset, sive vitiata, sive minor, sive proselyta, sive libertina, praeter amorem honoremque coniugalem, decem obligationum generibus tenebatur, quemadmodum ipsa vicissim illi quatuor, ut… … Hofmann J. Lexicon universale